- ἔμπειρα
- ἔμπειροςexperiencedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμπείρα — ἐμπείρᾱ , ἐν πειράω attempt pres imperat act 2nd sg ἐμπείρᾱ , ἐν πειράω attempt imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπείρας — ἐμπείρᾱς , ἐν πείρω pierce aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐμπείρᾱς , ἐν πειράω attempt pres ind act 2nd sg (attic) ἐμπείρᾱς , ἐν πειράω attempt imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek
παραστράτι — και παράστρατο, το στενός δρόμος, στρατί, που αρχίζει από έναν πλατύτερο δρόμο και οδηγεί συνήθως συντομότερα προς το τέρμα, αλλ. λοξή στράτα («το καλό το παλικάρι ξαίρει κι άλλα παραστράτια [ή μονοπάτια]» παροιμ. για έξυπνα ή έμπειρα άτομα που… … Dictionary of Greek
πληροφορικός — ή, ό, Ν [πληροφορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής πληροφορικής 2. το θηλ. ως ουσ. η πληροφορική επιστήμη που ασχολείται με την ορθολογική διά μηχανών επεξεργασία τής πληροφορίας, η οποία νοείται ως θεμέλιο τών ανθρώπινων… … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
Άκτιο — Ακρωτήριο του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, απέναντι από την Πρέβεζα, που απέχει από αυτήν μόλις 725 μ. Στο ακρωτήριο υπήρχε από τον 5ο αι. π.Χ. ο περίφημος ναός του Ακτίου Απόλλωνα. Κάθε δύο χρόνια γίνονταν ιππικοί… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek